- συνθετικός
- synthétique
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
συνθετικός — skilled in putting together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετικός — ή, ό / συνθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνθετος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύνθεση ή ο ικανός και έμπειρος στη σύνθεση (α. «συνθετική μέθοδος» μια από τις κυριότερες μεθόδους διδασκαλίας β. «συνθετικός νους» γ. «φαντασία συνθετική», Στωικ.) 2 … Dictionary of Greek
συνθετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός με τον οποίο γίνεται σύνθεση: Αναλύουμε τη λέξη στα συνθετικά της μέρη. 2. αυτός που προέκυψε από σύνθεση: Συντηρήθηκαν με συνθετικές τροφές. 3. αυτός που συντίθεται από άλλα υλικά, ο τεχνητός: Συνθετικό μετάξι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνθετικά — συνθετικός skilled in putting together neut nom/voc/acc pl συνθετικά̱ , συνθετικός skilled in putting together fem nom/voc/acc dual συνθετικά̱ , συνθετικός skilled in putting together fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετικώτερον — συνθετικός skilled in putting together adverbial comp συνθετικός skilled in putting together masc acc comp sg συνθετικός skilled in putting together neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετικῶν — συνθετικός skilled in putting together fem gen pl συνθετικός skilled in putting together masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετικόν — συνθετικός skilled in putting together masc acc sg συνθετικός skilled in putting together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετικαί — συνθετικός skilled in putting together fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετικωτέρους — συνθετικός skilled in putting together masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετικῆς — συνθετικός skilled in putting together fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετικῇ — συνθετικός skilled in putting together fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)